- δεινός
- -ή, -ό (AM δεινός, -ή, -όν)Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ' εἰς ὦπα ἰδέσθαι» — που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο)2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός κολυμβητής, χορευτής, αντίπαλος κ.λπ.»)3. σφοδρός (α. «δεινή μάχη, σύγκρουση, διαμάχη κ.λπ.» β. «δεινὸς ἵμερος» — σφοδρός πόθος)4. αυτός που ξεπερνάει το σύνηθες μέτρο ή τα όρια τών δυνατοτήτων που τόν αναγνωρίζουν οι άλλοι5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δεινά, τασυμφορέςμσν.σοβαρός, συγκρατημένος («καὶ μετὰ σχήματος δεινοῡ καὶ τάχα σεμνοτέρου»)αρχ.1. αυτός που προκαλεί δέος ανάμικτο με σεβασμό («δεινῆτε καὶ αἰδοίη θεός»)2. εκείνος που έχει ανώτερες ικανότητες σε σχέση με τον μέσο άνθρωπο («ἄν τε δεινοὶ λάχωσιν ἄν τε ἰδιῶται...»)3. πονηρός, δόλιος4. (το ουδ. εν. ως ουσ. το δεινόνκάτι φοβερό, συμφορά5. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) φοβερά, με τρόπο που εμπνέει φόβο6. φρ. α) «δεινόν ἐστι + απαρμφ.» — είναι φοβερό ή είναι επικίνδυνο να... β) «δεινὸν ποιοῡμαί τι» — θεωρώ τρομερό, απαράδεκτογ) «δεινὰ ποιῶ» — μεμψιμοιρώ, παραπονούμαιδ) «δεινὸν ή δεινὰ πάσχω» — υφίσταμαι αδικίεςII. επίρρ. δεινά (AM δεινῶς)1. με τρόπο φοβερό2. πάρα πολύ, υπερβολικάαρχ.φρ.1. «δεινῶς ἔχει μοι» ή «δεινῶς ἔχω» — υποφέρω πολύ, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση2. «δεινῶς διατίθεμαι» — κυριεύομαι από κατάπληξη, θαυμασμό, φόβο κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δεινός (< *δFει-νος) μπορεί να θεωρηθεί είτε απευθείας ρηματικό παράγωγο τού δείδω* (< ΙΕ ρίζα *δFει- «φοβάμαι») είτε παράγωγο ενός ένσιγμου θέματος (σε es-) *δFείος, το (> δέος): Ήτοι, *δFειεσ-νος > δεινός (όπως και κλεFεσ-νός (κλέFoς, το) > κλεινός) με παλαιά συναίρεση. Η αρχική σημ. τής λέξεως ήταν «αυτός που προκαλεί φόβο, φοβερός, επίφοβος», απ' όπου εξελίχθηκε στη σημ. «ισχυρός, δυνατός». Έπειτα η έννοια «της δυνάμεως» συνδέθηκε με την έννοια «τής ικανότητας» και η λ. κατέληξε να δηλώνει «τον ικανό, τον επιδέξιο, τον έμπειρο σε κάτι» (πρβλ. φοβερός, τρομερός), ιδιαίτερα δε κατά την αρχαιότητα, στη ρητορική τέχνη. Βλ. και λ. δειλός.ΠΑΡ. δεινότητααρχ.δεινάζω, δεινώ.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δεινολογώ, δεινοπαθώαρχ.δεινοβίης, δεινοεπής, δεινοκάθεκτος, δεινολεχής, δεινοπαθής, δεινοποιώ, δεινόπους, δεινοπροσωπώ, δεινωπός, δεινώψμσν.δεινολόγος, δεινόμορφος, δεινοφόρος. (Β' συνθετικό) αρχ. πάνδεινος, περίδεινος, υπέρδεινος].
Dictionary of Greek. 2013.